- ἑστιάσεως
- ἑστιά̱σεω̆ς , ἑστίασιςfeastingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρανδιάρα — ἡ, Μ αίθουσα εστιάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. prandium «πρωινό γεύμα»] … Dictionary of Greek
τραπεζάριον — τὸ, Μ αίθουσα εστιάσεως, τραπεζαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek